ἀσπάρτους

ἀσπάρτους
ἄσπαρτος
unsown
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άσπαρτος — η, ο (AM ἄσπαρτος, ον) [σπείρω] (για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε νεοελλ. 1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια») 2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το το φυτό ερύγγιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”